- φρασεολόγιο
- τοοι λέξεις που χρησιμοποιεί κανείς, το λεξιλόγιο κάποιου: Μίλησε με υβριστικό φρασεολόγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρασεολόγιο — το, Ν οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιεί κανείς, λεξιλόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, εως + συνδ. φωνήεν ο + λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. φρασεολόγιον, μαρτυρείται από το 1867 στον Γ. Καλαποδόπουλο] … Dictionary of Greek